- γαστροπίων
- γαστροπίων, ο (Α)αυτός που έχει χοντρή κοιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + πίων «παχύς, ευτραφής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαστροπίων — a pot bellied person masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek